ξεζαρώνω

ξεζαρώνω
(Μ ξεζαρώνω)
νεοελλ.
(για την επιδερμίδα) χάνω τις ζάρες, τις ρυτίδες, γίνομαι λείος
μσν.
1. ξεσφίγγομαι
2. φρ. «ξεζαρώνει ή χέρα μου» — παύω να είμαι φιλάργυρος, αρχίζω να κάνω ελεημοσύνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”